αποπαίδι

αποπαίδι
το
1. τέκνο που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά
2. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποπαίδι — το διού, και απόπαιδο, το ου 1. παιδί παραμελημένο από τους γονείς: Το κορίτσι τους το χαν σαν αποπαίδι. 2. παιδί που αποκηρύχτηκε ή αποκληρώθηκε: Πατέρας και μάνα συμφώνησαν να κάμουν αποπαίδι το μεγάλο τους γιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι …   Dictionary of Greek

  • τρίστρατο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Άργους, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ίναχου. * * * το, Ν σταυροδρόμι, συμβολή τριών οδών («Γιατί μέ δέρνεις, μάνα μου, γιατί μέ παραπαίρνεις / και μέ πετάς στα τρίστρατα σαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”